ορθοτροπισμός

ορθοτροπισμός
ο
η κατακόρυφη ανάπτυξη των φυτών.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • ορθοτροπισμός — ο η κατά κατακόρυφη διεύθυνση ανάπτυξη τών φυτών. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. orthotropism < ορθ(ο) * + τρόπος + ισμός*] …   Dictionary of Greek

  • ορθ(ο)- — (I) (ΑΜ ορθ[ο] ) α συνθετικό πολλών λ. όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, που ανάγεται στο επίθ. ορθός και προσδίδει στο β συνθετικό τη σημ. τού όρθιου, τού ίσιου, τού ευθέος, τού κάθετου (πρβλ. ορθο κέρατος, ορθο τενής, ορθό τριχος, ορθο χαίτης) ή …   Dictionary of Greek

  • ορθοτροπία — η (Μ ὀρθοτροπία) νεοελλ. ο ορθοτροπισμός μσν. ο ευθύς χαρακτήρας. [ΕΤΥΜΟΛ. < ορθ(ο) * + τροπία (< τροπος < τρόπος), πρβλ. κακο τροπία] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”